ΗΠΖ
  • ΚΕΝΤΡΙΚΗ
  • ΑΡΘΡΑ
    • EDITORIAL
    • ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
    • ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
    • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
    • ΔΙΑΦΟΡΑ
    • ΑΠΟΨΗ
    • ΠΟΥ ΠΑΤΑΣ >
      • t.13/ sxoles_plaka
      • t.12/ agios_pantelehmonas
      • t.11/ to_gothiko_mistiko
      • t.10/ alkionis_cinema
      • t.08/ agios_andreas_protoklitos
      • t.07/ dimotiki_agora_kipselis
      • t.06/ green_park
      • t.05/ a-b_kinimatografos
      • t.04/ diskografiki_colymbia
      • t.03/ plateia_kaligga
      • t.02/ parko_fix_klwnaridi
      • t.01/ patision_vol.1
  • ΕΞΟΔΟΣ
  • ΥΓΕΙΑ
  • ΨΑΞΕ ΓΙΑ...
    • Θέατρα | Κινηματογράφοι
    • Υπηρεσίες
    • Εμπόριο
    • Καφέ | Μπαρ
    • Φαγητό
    • Ομορφιά
    • Υγεία
    • Τεχνικοί
    • Εκπαίδευση
    • Άθληση
    • Τρόφιμα
    • Παιδί
    • Κατοικίδια
    • Βιβλιοπωλεία
    • Διάφορα
  • ΖΩΔΙΑ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • Η ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΖΕΙ
    • ΠΩΣ ΣΑΣ ΕΙΠΑΜΕ;
  • ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ

Γιώργος Αρμένης

​04/11/2016_2:05 μμ
Τεύχος 39_ ​(από το αφιέρωμα "Ηλία Ρίχτο")
Την συνέντευξη έκανε η Βάνα Τσαγκαρογιαννάκη

Picture
«Προσοχή εύφλεκτος»
Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς, βετεράνος του θεάτρου, μαθητής του Καρόλου Κουν, δάσκαλος με τη σειρά του στους σπουδαστές του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, τηλεοπτικός και θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης δεκάδων παραστάσεων, πρωταγωνιστής σε ταινίες του Τάσου Ψαρρά, του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και φυσικά στο περί ου ο λόγος «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, ο πολυμήχανος Γιώργος Αρμένης, μας υποδέχθηκε για ακόμη μια φορά στη σχολή του στα Εξάρχεια, και μας σκλάβωσε με την γλυκύτητα, την ευγένεια, την αυθεντικότητα και τη θέρμη του. Στο τρίτο μέρος της ταινίας, με τίτλο «Βιετνάμ», τον απολαύσαμε ως Μάκη Τσετσένογλου. Αυτή έμελε να είναι και η ερμηνεία που θα του χάριζε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Φυσικά όποιος έχει δει την ταινία καταλαβαίνει το γιατί…
 


«Κάπως φαινόταν ότι κάτι θα γίνει μ’ αυτό το κομμάτι, έβγαζε ένα ρωμέικο από μέσα του, περίεργο, άγριο, αυτοκαταστροφικό.»
Πότε σας έγινε η πρόταση για την ταινία και ποια ήταν η αντίδραση σας;
Ήταν ένα μεσημεράκι προς απόγευμα. Με πήρε τηλέφωνο ο Παντελής και με ρώτησε «Θες να πάμε για καφέ στα Εξάρχεια;». Πήγα και τον βρήκα, κάτσαμε, μιλήσαμε, με κοιτούσε τον κοιτούσα και αρχίζει και μου λέει μια ιστορία, την ιστορία του Μάκη Τσετσένογλου. Μου λέει: «Εσύ έχεις καμιά σχέση με τα σκυλάδικα;», του λέω όχι, «Εντάξει», μου λέει και μου κάνει την πρόταση. Του είπα πως θα το κάνω και το έκανα με μεγάλη μου χαρά και μεγάλο δόσιμο. Δεν μπορείς να πεις όχι στον Παντελή όταν σε κοιτάει με αυτά τα υγρά του μάτια… είναι τόσο γλυκός. Αυτό το ραντεβού μου χάρισε έναν υπέροχο ήρωα, μου χάρισε ένα βραβείο, το οποίο βέβαια οφείλω και στον Γιώργο τον Σκαμπαρδώνη, τον σεναριογράφο και στην πολύ ωραία επαφή που είχα με τον ίδιο τον Παντελή στα γυρίσματα.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον κ. Βούλγαρη;
Ο Παντελής είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, τόσο γλυκός, τόσο ευαίσθητος! Είναι χαρούμενος, ξέρει να σου πάρει πράγματα χωρίς να σε πιέσει και πιστεύω ότι μου πήρε τα καλύτερα. Εγώ πάντα είμαι ένας στρατιώτης από τη στιγμή που μπω κάτω από την μπαγκέτα ενός σκηνοθέτη, προσπαθώ να είμαι ένας άνθρωπος που ακούει και βλέπει καλά τον σκηνοθέτη. Και είχαμε αυτό το υπέροχο αποτέλεσμα!
Που γυρίστηκε η ταινία και για πόσο καιρό;
Γυρίσαμε στη Λαγκαδά, στο μαγαζί «Ζυγός» και τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στο Κιλκίς μέσα σε απέραντα χωράφια, που εκείνο τον καιρό τα καίγανε για να διώξουν τα ζιζάνια και να γίνει γόνιμο το έδαφος, γι’ αυτό και τα καίνε, αφού τα θερίσουν βέβαια, δεν καίνε τα σπαρτά τους οι άνθρωποι (γελάει). Εκεί χτίστηκε το «Βιετνάμ» και είδαμε τη μπουλντόζα να το ρίχνει. Μας πήρε περίπου ένα μήνα και κάτι.
Πώς προσεγγίσατε το ρόλο του Μάκη Τσετσένογλου; Ποιος ήταν για εσάς;
Πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα καθίσαμε με τον Παντελή σ’ ένα σπίτι που είχε στη Διαγώνιο, ένα υπέροχο σπίτι! Μαγειρεύαμε, τρώγαμε, μιλάγαμε, με πήγε σ’ ένα- δυο σκυλάδικα για να πάρω την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, κι έτσι αμέσως μπήκα στο κλίμα και στον ήρωα. Απλώς εγώ μπήκα στο τραγικό μέρος και στο αδιέξοδο που είχε και στο ότι τον προβλημάτιζαν πολλά πράγματα. Τότε ήταν η εποχή που ήταν το ΠΑΣΟΚ στα πολύ πάνω του, φρέσκο στην εξουσία, άρχισαν οι μεγάλες παροχές που έδινε ο Ανδρέας Παπανδρέου, έπαιζε πολύ το μαύρο χρήμα, πακέτα απ’ έξω, απ’ την Ευρώπη και όλοι οι «αετονύχηδες» εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και έκαναν εργοστάσια πιο πολύ για το φαίνεσθε παρά για την ουσία, ένας τέτοιος ήταν και ο Μάκης Τσετσένογλου. Ήταν επιπλάς, κονόμησε, ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά και μια πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά του άρεσε να πηγαίνει στα σκυλάδικα και να συναναστρέφεται με Βουλγάρες κι ένα σωρό κορίτσια που είχαν έρθει τότε στη χώρα μας, κυνηγημένα και σπουδαγμένα, αφού τότε είχε πέσει κρίση στη Ρωσία και άλλαξε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και μπήκανε στον καπιταλισμό. Έπεσε η πείνα και κατέβηκαν προς τα κάτω μ’ ένα όνειρο αλλά δυστυχώς έπεσαν σε «αετονύχηδες» και κατέληξαν σε σκυλάδικα και πάλι στην «πορνεία». Του Μάκη του άρεσε πάρα πολύ αυτό το «Έχω λεφτά και γαμώ και δέρνω», και αυτό πλήρωσε.
Εσείς πόσο απέχετε από αυτόν το χαρακτήρα;
Έτη φωτός.
Τι σχέση είχατε με το τσιγάρο, το αλκοόλ και το ξενύχτι;
Ντάξει, δεν είμαι άγιος άνθρωπος, δεν υπάρχουν άγιοι, και το ποτό μου έπινα και τα ξενύχτια μου έκανα, αλλά σε άλλα επίπεδα, με παρέες, με συναδέλφους, ήμουν παντρεμένος ήδη, είχα κάνει ένα παιδί… Είχα το σπίτι μου και την οικογένειά μου. Έβγαινα σε κάνα μπαράκι κι έπινα αλλά όχι έτσι. Ήταν και οικονομικό το πρόβλημα για μένα γιατί μόλις είχε πεθάνει ο Κάρολος Κουν και είχα φύγει απ’ το «Θέατρο Τέχνης», τα χρήματα μου ήταν ελάχιστα και πενιχρά. Και τώρα είναι. Εξάλλου δε μου άρεσε αυτή η διασκέδαση, κάτι μου έκανε όλο αυτό το «λουλούδιασε, κάνε, δείξε.», αυτή η επίδειξη του πλούτου, είναι κάτι που την έχω σατιρίσει και στα γραπτά μου, και στο έργο που ανεβάζω τώρα, το «Άσε να μη μιλήσω καλύτερα», μια δικιά μου κωμωδία. Δεν ήταν στην κουλτούρα μου, δεν μπορώ να πω ότι δεν την ήξερα, την ήξερα από μακριά ή την έβλεπα σε άλλες εκφάνσεις τις, δηλαδή στο «Φέρε, φέρε… να φάμε, να πιούμε, εγώ θα κεράσω! », τσακωνόμασταν για το ποιος θα πληρώσει, υπήρχε μια ευμάρεια οικονομική. Είχε πέσει πολύ χρήμα στην αγορά κι έτσι μπόρεσαν οι άνθρωποι και έκαναν ένα «up» προς τα πάνω, αλλά παραπήγαν ψηλά. Ξεπέρασαν τον ίσκιο τους, ξεπέρασαν το μέτρο κι όταν χάνεις το μέτρο μετά το πληρώνεις. Και σήμερα η γενιά σας θα πρέπει να μας σιχτιρίσει όλους εμάς γιατί σας φέραμε σ’ αυτήν την κατάντια, και ήρθαμε κι εμείς βέβαια αλλά λίγο πολύ είμαστε υπεύθυνοι, όπως και η γενιά του Πολυτεχνείου.
Τι οδηγεί έναν οικογενειάρχη όπως είναι ο Μάκης Τσετσένογλου σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής;
Είναι η επίδειξη και μετά είναι και όλο αυτό το παιχνίδι που συμβαίνει μέσα στο ίδιο το μαγαζί, αυτό το μπουζουκομάγαζο. Δεν το ονομάζω σκυλάδικο αν και τέτοιο ήταν, αλλά μέσα εκεί παίζεται μια άλλη κουλτούρα, ένας άλλος κόσμος, άλλοι ρυθμοί, είναι το ποτό, η περασμένη νύχτα, τέσσερις η ώρα το πρωί, που ξυπνάνε μέσα όλα τα ένστικτα του ανθρώπου και ζητάει και τη Βουλγάρα και την Ουκρανή και θέλει να χορέψει και το ζεϊμπέκικό του, να γκελάρει, να σπάσει, να γκρεμίσει, να βάλει φωτιές, να χορέψει… Φτιάχνεται και φεύγει, κάνει μια υπέρβαση στον εαυτό του. Βέβαια είναι και το «κέρατο». Πιστεύω ότι αν και η γυναίκα κάνει το ίδιο, τότε τη οικογένεια μπορείς να χεις; Διαλύεται το πράγμα, διαλύεται ο ίδιος ο άνθρωπος.
Εσείς, τον Μάκη, τον θεωρείτε ήρωα ή αντιήρωα;
Όχι αντιήρωας δεν είναι καθόλου, είναι ήρωας που ξέρει που βαδίζει! Αλλά οι ήρωες έχουν πάντα μέσα τους την αυτοκαταστροφή. Ξεκινάνε με πολλές καλές προθέσεις, αλλά στην πορεία αυτοκαταστρέφονται, το έχουν μέσα τους, στο DNA τους. Δεν είναι τύπος ο Μάκης, είναι ένας ήρωας εποχής, μιας συγκεκριμένης εποχής. Ακόμα υπάρχουν τέτοιοι στην επαρχεία αλλά και στην Αθήνα σε πολλά μαγαζιά. Αλλά είναι ένας ήρωας, γιατί αν ήταν ένας τύπος, τυπάκος μικρός, ένα ανθρωπάκι, δε θα γινόταν τόσο αγαπητός, δε θα γινόταν αποδεκτή η ίδια η ταινία του Παντελή.
Ο κόσμος ταυτίζεται μαζί του, δεν είναι απλώς αγαπητός, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Ναι, γιατί λίγο πολύ μέσα μας τον κουβαλάμε όλοι το Μάκη. Όλοι θέλουμε ένα βράδυ που να τα σπάσουμε όλα και να φύγουμε… Ο Μάκης το κάνει κατ’ εξακολούθηση βέβαια (γελάει). Βάζει φωτιά στο τέλος και καίγεται κι αφήνει πίσω του μια γυναίκα και δυο παιδιά, εκείνα είναι τα θύματα για μια υπέρβαση δική του, που τη θεοποιεί.
Μια στιγμή υπέρβασης αξίζει το να γκρεμίσεις ότι έχεις χτίσει ή αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες;
Συμβαίνουν… Πόσες φορές έχουμε ακούσει για εγκλήματα πάθους και έρωτα και τρέλας και ζήλειας; Ο Μάκης δεν είναι ένας άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με ποίηση, λογοτεχνία, θέατρο, δεν έχει ασχοληθεί με τίποτα πάρεξ με τα λεφτά του, το ωραίο το αμάξι του, μια παλιά Mercedes, που είναι και πρώτο πλάνο, είναι μια επίδειξη εύκολου πλουτισμού. Άρα υπάρχουν και σήμερα τέτοια περιστατικά, τώρα με την κρίση δεν ξέρω τι μπορεί να συμβαίνει αλλά υπάρχουν.
Πιστεύετε όμως πως αξίζει;
Προσωπικά σα Γιώργος Αρμένης λέω ότι δεν αξίζει. Εκτός κι αν φτάνεις σε κάποια άκρα οπότε δεν ελέγχεις πλέον τον εαυτό σου, είσαι υπό την επήρεια άλλων πραγμάτων, είτε είναι ποτό, είτε είναι μαύρα, είτε είναι άσπρα, δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να ‘ναι, οπότε τα γκρεμίζεις όλα σαν τη γελάδα που κάνει τόσο γάλα και τραβάει μια κλωτσιά και το χύνει.
Για τον ίδιο λόγο που αγαπήθηκε από τον κόσμο ξεχώρισε και ανάμεσα στις άλλες δυο φιγούρες της ταινίας, που ενσαρκώνουν ο κ. Καταλειφός και ο αείμνηστος Θανάσης Βέγγος;
Είναι μια εντελώς άλλη θεματολογία και ένα διαφορετικό κομμάτι δραματουργικά. Ο κ. Καταλειφός, που είναι υπέροχος στην ταινία αναζητά τα ίχνη του γιού του, έστω και λίγο απ’ το χώμα που πάτησε πριν πεθάνει, και ο Βέγγος ψάχνει κάτι άλλο, διαπραγματεύεται ένα οικοσύστημα που καταστρέφεται από λαθροκυνηγούς. Το «Βιετνάμ» είναι κάτι άλλο, διαπραγματεύεται, τον ψυχικό κόσμο… του Μάκη, της γυναίκας του, στη μικρή σκηνή που έχουν μαζί και βρίζονται, τη λέει «καριόλα» μόλις τη βλέπει, ενώ την αγαπάει αλλά έχει καταλάβει ότι έχει ραγίσει το πράγμα και δεν κολλάει πια. Μετά θα πάει στους φίλους του, σ’ εκείνον που θα πάρει μαζί του κιόλας το βράδυ, θα πάει έξω από ένα παιδικό πάρτι όπου θ’ αρχίσει να κλαίει, είναι και μια σκηνή για τους κυνηγούς που κόπηκε, για έναν φίλο του που πάνε μαζί για κυνήγι, αλλά κόπηκε γιατί ίσως δε χωρούσε, η επειδή έμοιαζε με τη θεματολογία της ιστορίας του μοναδικού Θανάση Βέγγου. Ο Μάκης ξεχώρισε γιατί είναι ένας λαϊκός ήρωας.
Τον συναντάμε δηλαδή πιο εύκολα γύρω μας;
Όχι, υπάρχει μέσα στον άνδρα αυτό! Γι’ αυτό και δεν αγαπήθηκε μόνο από τους λαϊκούς, αγαπήθηκε και από αστούς, μικροαστούς, διανοούμενους, αγαπήθηκε αυτή η ταινία, αγαπήθηκε πάρα πολύ!
Είχε προβληθεί κιόλας το 2013 στο 11ο Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Δεν τα χω πάρει χαμπάρι αυτά, είμαι και συνέχεια στο θέατρο μαζί με τα παιδιά, που μου δίνουν όλη αυτή τη ζωή και έτσι δεν τα παρακολουθώ, δεν ξέρω καν την πορεία… Δηλαδή μου λένε ότι είναι στα sites, είναι εδώ, είναι εκεί, και χαίρομαι από τη μία αλλά από την άλλη δεν ξέρω πως μπορώ να κάνω κάτι για να τους προσεγγίσω κάπως αλλιώς για να έρθουν και στο θέατρο. Ας έρθουν και ας φωνάξουνε… «Ηλία ρίχ’ το!»
Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τι πιστεύετε ότι τους έκανε να σας δώσουν το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου γι’ αυτή σας την ερμηνεία;
Αυτό το ξέρει μόνο η επιτροπή, εγώ δεν μπορώ να πω, απλώς το παρέλαβα. Εγώ έδωσα ακριβώς αυτό που αισθανόμουν μέσα μου και την αλήθεια μου σαν ηθοποιός με την καθοδήγηση πάντα του κ. Βούλγαρη, αλλά φαίνεται ότι όλα ήρθαν και κούμπωσαν κάπως κι έτσι είχα αυτό το βραβείο, που πέρα από το βραβείο σαν βραβείο, υπήρχαν και κάποια χρήματα που εκείνη την εποχή τα είχα πολλή ανάγκη και μου ήρθαν ουρανοκατέβατα κι αυτό με χαροποίησε διπλά. Όχι ότι είμαι φιλοχρήματος…(γελάει) αλλά ήταν δύσκολες οι στιγμές τότε, είχα κάνει ένα παιδί και τα έφερνα δύσκολα βόλτα.
Άρα ήταν ρίσκο, δεν φανταζόσασταν ότι θα είχε όλη αυτή την επιτυχία;
Κανείς δεν ξέρει ποτέ. Αν το ξέραμε θα είχαμε γίνει όλοι ζάμπλουτοι!
Ήταν βασικό για το «Βιετνάμ» να γυριστεί στην επαρχία; Θα μπορούσε να γυριστεί στην Αθήνα;
Εντάξει είναι κι ο ηθοποιός, είναι κι ο σκηνοθέτης, κι ο φωτογράφος και ο Γιώργος ο Φρέντζος, ο σπουδαίος οπερατέρ που είχαμε. Αλλά θέλεις την επαρχία, θέλεις να μείνεις στο ξενοδοχείο μόνος, να μπεις στο κλίμα μιας άλλης πόλης, μιας άλλης κουλτούρας, για να φτάσεις να μπεις στο σκυλάδικο. Ενώ στην Αθήνα, να φύγεις απ’ τα Εξάρχεια, να πας που; στην Πετρούπολη; στα Λιόσια; Δε λέει τίποτα είσαι πάλι μέσα στο μεγάλο αστικό χώρο. Ενώ εκεί ήταν λίγο πιο απομονωμένα τα πράγματα και αισθανόσουν ότι ήσουν κάπου αλλού. Ο ηθοποιός και όλο το team, επηρεάζεται από αυτές τις συνθήκες. Μένει κάποιος μόνος του, περπατά μόνος, είναι συγκεντρωμένος σ’ αυτόν τον άνθρωπο, προσπαθεί να τον κοιτάξει και να τον δει απ’ όλες τις γωνίες και τις πλευρές, ούτως ώστε να μπορέσει να τον ερμηνεύσει και αυτό μας έκανε πολύ καλό πιστεύω.
Όταν πρωτοακούσατε το τραγούδι «Θα τα γκρεμίσω» πως σας φάνηκε;
Η κα. Μαράντη είναι μια σπουδαία ερμηνεύτρια και καλλιτέχνης , χρόνια τώρα. Το αγάπησα πάρα πολύ και αυτό και όλα τα τραγούδια της ταινίας! Περίμενα να βγουν σε CD αλλά δε βγήκαν και λυπάμαι γι’ αυτό γιατί θα ‘θελα να τ’ ακούω!
Εσείς τι μουσική ακούτε;
Εγώ ακούω απ’ όλα, έντεχνο, κλασσικό, ρεμπέτικο πολύ…
Τι σκεφτόσασταν όσο χορεύατε φλεγόμενος;
Πότε θα φωνάξει ο Παντελής «κατ» γιατί καιγόμουν! Είχαν πάρει φωτιά τα μαλλιά μου και η πλάτη μου χαμηλά γιατί ήταν εύφλεκτο το ύφασμα του παντελονιού, το κοστούμι ήταν σχεδόν νάιλον και δεν υπήρχαν και μέσα για να με σβήσουν. Μια κουβέρτα μου ρίξανε. Σκεφτόμουν αυτό, ότι πήγαινα σ’ ένα σκοτάδι…
Δε φοβηθήκατε;
Όχι δε φοβάμαι. Δε θα σταμάταγα την ταινία με τίποτα! Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος περίεργος και υπερβατικός στο θέατρο και μου λένε οι άλλοι «Τι κάνεις;», λέω «Αφήστε με!»
Τι συμβολίζει η καμπαρντίνα του Μάκη Τσετσένογλου;
Είναι ένα φετίχ, του αρέσει. Όλοι δεν έχουν κάτι, κουκλάκια, ρούχα, κι ο γιος μου έχει ένα αρκουδάκι. Του Μάκη του αρέσει η καμπαρντίνα γιατί του δίνει έναν όγκο να μπαίνει μέσα και να νιώθει θεός. Ο Μάκης είναι θεός!
Γιατί την καίει τότε;
Δεν καίει την καμπαρντίνα, τον εαυτό του καίει… τα πάντα καίει…
Οι εμπειρίες σας απ’ τα γυρίσματα πώς ήταν;
Ήταν στιγμές υπέροχες, στιγμές χαράς! Όλο αυτό το κλίμα το έδινε κι ο Παντελής ο ίδιος, ερχόταν στην πίστα και μας χόρευε, άλλοι μέσα καπνίζανε αυτά που χρησιμοποιούν οι μελισσοκόμοι για να φαίνεται ότι είναι τέσσερις η ώρα το πρωί. Εγώ δεν κάπνιζα και είχα Marlboro συνέχεια και τα άναβα έτσι για να μαστουρώνω απ’ τα ντουμάνια.
Αληθεύει ότι μείνατε ξάγρυπνος για να γυρίσετε την τελευταία σκηνή;
Ναι, όλοι ήταν εκεί, οι πάντες! Καθόμασταν και περιμέναμε την ανατολή και μόλις έσκαγε το πρώτο φως, η μηχανή έπαιρνε μπρος και πηγαίναμε… Κάναμε τρεις πρόβες και η τέταρτη ήταν η λήψη, μία και μοναδική.
Πώς σας επηρέασε που είχατε τη δυνατότητα για μια μόνο λήψη;
Έτρεμαν τα πόδια μου, τα χέρια μου, να υπογράψω, να βάλω φωτιά, ν’ ακούσω την κα. Μαράντη… ήταν στιγμές υπέροχες! Τέλειωσε κι αρχίσαμε να κλαίμε όλοι μαζί, να φιλιόμαστε, ν’ αγκαλιαζόμαστε… Είναι σπουδαίες στιγμές για έναν καλλιτέχνη. Αλλά κάπως φαινόταν ότι κάτι θα γίνει μ’ αυτό το κομμάτι, έβγαζε ένα ρωμέικο από μέσα του, περίεργο, άγριο, αυτοκαταστροφικό.
Θα κάνατε κάτι διαφορετικό όσον αφορά τη σκηνή αν είχατε μια δεύτερη ευκαιρία;
Αυτό το καθορίζει μόνο ο σκηνοθέτης.
Τι μέρος ήταν προκαθορισμένο και τι αυτοσχεδιασμένο;
Ό,τι κάναμε στις πρόβες! Απλώς εγώ προσπάθησα να δώσω ό,τι καλύτερο είχα.
Για σας τι αντιπροσωπεύει η ατάκα «Ηλία ρίχ’ το»;
Η ζωή του είναι, «ρίχ’ το», όπως θα πέσει το σκυλάδικο, έτσι πέφτει κι αυτός, τα γκρεμίζει όλα και αυτή τη ζωή και τη δική του, όλα είναι μέσα και τα δύο.
Γιατί ο Μάκης θέλει να γκρεμίσει όσα έχει χτίσει;
Γιατί έχει καταλάβει ότι το τέλος του έφτασε. Δεν έχει περιθώρια άλλα, που να πάει παραπέρα;
Τι ηθικό δίδαγμα μας δίνει η ιστορία του «Βιετνάμ»; Μας δίνει κάποιο;
Νομίζω ότι δεν είναι ωραίο σε μια ταινία να δίνει συγκεκριμένο δίδαγμα. Το δίδαγμα το παίρνει ο καθένας όπως θέλει γιατί αλλιώς είναι σα να σου λένε «Είναι αυτό και τίποτα άλλο.». Όχι, άσε τη φαντασία του ανθρώπου να φύγει. Είναι κακό το δίδαγμα.
Εσείς προσωπικά τι αποκομίσατε από αυτή την εμπειρία και αυτή την ιστορία;
Εγώ πήρα έναν άνθρωπο ο οποίος δε μου έμοιαζε καθόλου, δεν ήταν δικός μου, και τελικά έγινα ένα μ’ εκείνον. Εκεί λέω «Όπα… Είμαι καλός…». Δεν είχα κάνει και πολλές ταινίες και ήταν και μια μεγάλη καλλιτεχνική ικανοποίηση για μένα. Αισθάνθηκα ότι ήμουν καλός, μου το έλεγαν κιόλας, ακόμη μου το λένε, που πάει να πει ότι έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι σ’ αυτή την ιστορία. Ο ηθοποιός πρέπει να πάει κοντά στο ρόλο, κι εγώ πήγα πολύ κοντά στο Μάκη, έκανα ένα ψυχογράφημα δικό του και προχώρησα μέσα απ’ αυτό.
Πιστεύετε δηλαδή ότι ο ηθοποιός πρέπει να προσαρμόζεται στο ρόλο και όχι να τον φέρνει στα μέτρα του;
Πιστεύω ότι αν τον φέρει στα μέτρα του έχει χάσει. Θα βγάλει ένα Γιώργο, που μπορεί να λέγεται Αρμένης, η δεν ξέρω πώς αλλιώς και θα προσπαθήσει να κάνει κάτι. Εγώ μπήκα στην ουσία του πράγματος, με τη βοήθεια πάντα του Παντελή, γιατί ο Παντελής είναι δάσκαλος, με την τρυφεράδα που έχει για τον καλλιτέχνη, την υγρασία στα μάτια του, το χαμόγελό του, μας μεταβίβασε αυτό τον τρόπο. Με βοήθησε πάρα πολύ!
Η ταινία έχει χαρακτηριστεί και ως «Η τριλογία της μοναξιάς», εσείς συμφωνείτε μ’ αυτό;
Ναι, έχει τεράστια μοναξιά μέσα του ο Μάκης Τσετσένογλου.
Με αφορμή την ατάκα «Εμείς Μάκη μου δε θα πεθάνουμε ποτέ…», πότε πιστεύετε ότι δεν «πεθαίνει» ένας άνθρωπος κι αυτό που αφήνει πίσω του;
Όταν υπάρχει στη μνήμη του κόσμου και έχει πάρει π.χ. την έκταση που χει πάρει αυτό το ταινιάκι, δεν πεθαίνει. Γιατί βλέπεις ας πούμε έναν Αυλωνίτη και τον θεωρείς ζωντανό ακόμα. Φυσικά και δεν πεθαίνει. Όταν έχεις να κάνεις με μία ταινία που διαπραγματεύεται ψυχολογικές καταστάσεις και αυτό έχει γίνει καλά, όπως και το έκανε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μαζί με τον Παντελή, δεν μπορεί να πεθάνει. Έχει μια αξία αυτή η ατάκα, ότι θα γυρίσουμε πίσω μας και θα είναι κάποιες πατημασιές εκεί που περπατήσαμε ή καλλιεργήσαμε κάτι και μεγαλώνει ένα δέντρο ή ένα παιδί ή ένα λουλούδι, κάτι. Έτσι και τα δεις όλα μαύρα δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου. Πέρασες απ’ αυτή τη ζωή και δεν έκανες τίποτα. Μ’ αυτή την έννοια και μεταφορικά και υπερβατικά, δεν θα πεθάνουμε ποτέ, όταν εμείς είμαστε σωστοί σαν άνθρωποι – ήρωες. Έτσι πριν πεθάνεις θα ξέρεις ότι κάτι άφησες πίσω. Όχι για την υστεροφημία, η οποία δε με ενδιαφέρει καθόλου, αλλά για τις νεότερες γενιές, για το γιο μου, για σας. Πρέπει ν’ αφήσεις έστω και μια σκονίτσα, διαφορετικά πέρασες απ’ αυτή τη ζωή και δεν έγραψες. Λέει ο Σαίξπηρ: «Τι είναι η ζωή; Ένας θεατρίνος που θορυβεί και σοβαρεύεται δύο ώρες πάνω στη σκηνή κι ύστερα χάνεται.». Για τη ζωή το λέει ο Σαίξπηρ, ο θεατρίνος φεύγει αλλά μένει πίσω κάτι που εσείς το θυμάστε και το βλέπετε και το ξαναβλέπετε και το βγάζετε στο twitter και στα site κι όλα αυτά (λέει γελώντας), αυτό έχει μέσα την αθανασία.
Εσείς την έχετε ξαναδεί την ταινία από τότε;
Όχι εγώ δεν την έχω δει. Την είδε μια φορά ο γιος μου. Μου λέει «Τι κάνεις; Δεν θ’ αφήσεις χώρο για κανένα;», του λέω «Έλα, βλακείες λες!». Σημασία δεν έχει να ξεχωρίζεις, σημασία έχει ότι ήταν μια στιγμή πολύ όμορφη και είμαι ευγνώμον και στον Σκαμπαρδώνη και στον Παντελή, απλώς δεν έτυχε να ξανασυνεργαστούμε από τότε.
Θα θέλατε να ξανασυνεργαστείτε με τον κύριο Βούλγαρη δηλαδή;
Βεβαίως και θα το ήθελα, απλώς ο Παντελής κάνει κάθε φορά διαφορετικά πράγματα, αλλάζει, δεν κολλάει, θέλει να καταπιάνεται με άλλη θεματολογία, εκείνος είναι έτσι, έτσι είναι ο καλλιτέχνης κι ο Παντελής είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης τόσο για τον ελλαδικό, όσο και για τον ευρωπαϊκό χώρο πιστεύω.
Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να γυριστεί η ταινία σήμερα;
Σήμερα κλείνουν τα εργοστάσια, λόγω κρίσης, οπότε δεν θα μπορούσε να παίξει αυτό το παιχνίδι. Εκτός κι αν έπαιζε το τελευταίο του χαρτί, ότι δηλαδή χρεοκοπεί. Αλλά αυτό θα ήταν μια άλλη ιστορία. Αλλά επειδή υπάρχουν πολλοί πλέον που κατεβάζουν ρολά θα ήταν κάτι σύνηθες και δε νομίζω ότι θα είχε μεγάλη απήχηση.
Εσείς θα κάνατε παρέα με το Μάκη Τσετσένογλου;
Θα έκανα παρέα, θα τα πίναμε, θα μιλάγαμε για τις γκόμενες, για τους έρωτές μας, για το ποδόσφαιρο, τα τσίπουρα, τα ουίσκια… Τους μπιντέδες ας τους έσπαγε ο Μάκης, εγώ θα κοίταγα…
Έχετε πάει να δείτε την κα. Μαράντη να το τραγουδάει live;
Ναι, πήγα και την είδα στου Ψυρρή, ήταν υπέροχη! Με συγκίνησε αφάνταστα! Ήταν μια βραδιά που αισθάνθηκα λίγο καλά, γιατί είναι πολλά τα προβλήματα πια, ειδικά για το θέατρο και για τη δουλειά μας.
Ο κόσμος στο δρόμο πώς σας συμπεριφέρεται;
Καταρχάς έχω πλέον δύο ονόματα. Με λένε Γιώργο, αλλά όταν ακούω και φωνάζουν Μάκηηη γυρίζω κι εκεί, λέω «Γεια σας παιδιά!» και φεύγω. Μια φορά είχα πάει σ’ ένα μαγαζί και μου λέει κάποιος «Το Νίκο τον Αρμένη τον ξέρετε;», λέω «Όχι», με ρώτησε «Έχεις δει αυτή την ταινία που σπάει και κάνει και δείχνει, γιατί του φέρνεις γενικά;», λέω «Εγώ το παιξα, αλλά με λένε Γιώργο!» και άρχισε να γονατίζει και να μου φιλάει το χέρι. Του είπα να σταματήσει και άρχισε να μου λέει ότι θέλει κι αυτός να τα τινάξει όλα στον αέρα όπως ο Μάκης. Του λέω «Μην το κάνεις, αυτά είναι για το σινεμά…», του έδωσα μια συμβουλή του ανθρώπου.
Άρα το πρωί που ξημερώνει, όταν ο Μάκης φεύγει, πηγαίνει προς το θάνατο;
Ναι. Όταν «έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες» που λέει κι ο Καβάφης, δεν έχεις άλλη επιλογή. Η τελευταία σκηνή νομίζω πως είναι λίγο σαν τελετή, σα να του λένε το τελευταίο τραγούδι γιατί έχει φαλιρίσει, τα δωσε όλα. Φεύγει, βαδίζει προς το θάνατο και είναι η τελευταία του επιθυμία, να δει το «Βιετνάμ» να γκρεμίζεται γιατί το ίδιο, ως ένα σημείο, του κατέστρεψε τη ζωή. Το πληρώνει και το σπάει γιατί αυτό τον οδήγησε εκεί, αυτή η νύχτα. Βεβαίως το ήθελε κι αυτός, τίποτα δε γίνεται βεβιασμένα. Γκρεμίζει το «Βιετνάμ», βάζει φωτιά και τα γκρεμίζει όλα, γι’ αυτό και είναι ένας τραγικός ήρωας.
Τελικά πεθαίνει ικανοποιημένος ή με πίκρα;
Αυτός που φεύγει για να πάει για το θάνατο δεν ξέρουμε τι σκέφτεται. Είναι δικό του το πρόβλημα, δε μπορούμε να μπούμε στα εσώψυχά του.


Η νέα παράσταση του Γιώργου Αρμένη «ΑΣΕ ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ», σε σκηνοθεσία του ίδιου, ξεκινά στις 21 Οκτωβρίου 2016 και μέχρι το τέλος της σεζόν, στην κεντρική σκηνή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, Σπυρίδωνος Τρικούπη 34 & Κουντουριώτου, Εξάρχεια.



Powered by
  • ΚΕΝΤΡΙΚΗ
  • ΑΡΘΡΑ
    • EDITORIAL
    • ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
    • ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
    • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
    • ΔΙΑΦΟΡΑ
    • ΑΠΟΨΗ
    • ΠΟΥ ΠΑΤΑΣ >
      • t.13/ sxoles_plaka
      • t.12/ agios_pantelehmonas
      • t.11/ to_gothiko_mistiko
      • t.10/ alkionis_cinema
      • t.08/ agios_andreas_protoklitos
      • t.07/ dimotiki_agora_kipselis
      • t.06/ green_park
      • t.05/ a-b_kinimatografos
      • t.04/ diskografiki_colymbia
      • t.03/ plateia_kaligga
      • t.02/ parko_fix_klwnaridi
      • t.01/ patision_vol.1
  • ΕΞΟΔΟΣ
  • ΥΓΕΙΑ
  • ΨΑΞΕ ΓΙΑ...
    • Θέατρα | Κινηματογράφοι
    • Υπηρεσίες
    • Εμπόριο
    • Καφέ | Μπαρ
    • Φαγητό
    • Ομορφιά
    • Υγεία
    • Τεχνικοί
    • Εκπαίδευση
    • Άθληση
    • Τρόφιμα
    • Παιδί
    • Κατοικίδια
    • Βιβλιοπωλεία
    • Διάφορα
  • ΖΩΔΙΑ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • Η ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΖΕΙ
    • ΠΩΣ ΣΑΣ ΕΙΠΑΜΕ;
  • ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ
✕