Λόγια του δρόμου
Κοιτάς τον ουρανό να δεις μήπως έχει ο Θεός να πει κάτι για όλη αυτή την κοινωνική αδικία
Έχει μια αίσθηση σουρεαλιστική να περπατάς στο δρόμο και να πιάνεις κλεφτά λέξεις, φράσεις, ματιές και στιγμές από τους γύρω. Μπλέκονται οι διάλογοι, περνούν σαν κινηματογραφικά καρέ τα πρόσωπα και καταλήγεις με μια κωμωδία καταστάσεων από τις λίγες. «Της Μαρίας ο γιος έφυγε έξω, δεν άντεξε σπουδαγμένος άνθρωπος» διακηρύσσει ηχηρά η κυρία με τη σακούλα του σουπερμάρκετ στη φιλενάδα που της έδινε συνταγή για φακές. Της Μαρίας ο γιος ήταν κάποτε ένας κωδικός του ΟΑΕΔ και τώρα είναι σπουδαγμένος άνθρωπος στα εξωτερικά με επάγγελμα και αξία. Ζηλεύεις λίγο το τέκνο της Μαριώς, αλλά προχωράς παραπέρα. Δυο σπουδαγμένοι ή μάλλον σπουδασταί, διαφωνούν για το θέμα της κατάληψης και της λήψης του πτυχίου. Θέλεις να τους στείλεις στις άλλες κυρίες να ακούσουν για τον περίφημο ταξιδιώτη, μπας και διαφωτιστούν επαγγελματικά. Τους πλησιάζει μια κοπέλα και αρχίζει μια «κατάσταση» με τον υπέρμαχο των καταλήψεων. Η παρέα της λίγο πιο πίσω, τσακώνεται. -«Πολιτισμός είναι τα μπουζούκια, μωρή;» -«Ναι μωρή, κουλτούρα είναι!».
Και λες γιατί; Μερικοί σίγουρα βιώνουν ψυχική κάθαρση στον Σφακιανάκη, δικαίωμά τους. Εθνικός θεσμός, όπως το ξεκατίνιασμα και το τάβλι που παίζουν δύο παππούδες στο καφενείο. Πολιτικά με γεύση νοσταλγίας. Τόσα είδαν τα μάτια τους από το ’40 μέχρι σήμερα που και ο πολιτισμός και οι καταλήψεις τους κάνουν απλά να χαμογελούν και να δίνουν μια-δυο στο κομπολόι τους. Σε προσπερνά ο δυναμικός jogger από δίπλα και ταυτόχρονα έρχεται και η τσίκνα από τη σουβλακερί απέναντι. Κοιτάς τον ουρανό να δεις μήπως έχει ο Θεός να πει κάτι για όλη αυτή την κοινωνική αδικία. Αντί για τον Θεό, όμως, _ακούς τον ταξιτζή να εκφράζει απόψεις για την οδήγηση του κυρίου στο δίπλα αμάξι και τον κύριο να μονολογεί με όρους που θα ζήλευε και ο Αριστοφάνης. Περνάς απέναντι, στο φανάρι η απαραίτητη μουσικός με την κιθάρα στον ώμο. Βρίσκεται με το υπόλοιπο σχήμα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Συζητάνε για Καρρά και δίσκους και «πρωτοποριακή εκτέλεση» και «ποιότητα». Αναρωτιέσαι τι έχουν να πουν για τα μπουζούκια. Τους προσπερνάς και ξαφνικά… χαμογελάς. Βλέπεις μια οικογένεια μεταναστών με το κοριτσάκι με τα ωραία κατσαρά κοτσιδάκια και τα πολύχρωμα κοκαλάκια να ξελιγώνεται στα γέλια. Μετανάστες…γιατί η λέξη αυτή σου φέρνει ένα συναίσθημα περίεργο; Και θυμάσαι πάλι ’κείνο το γιο της Μαρίας, το σπουδαγμένο, που μπορεί τώρα να βγάζει βόλτα κάπου στην Αγγλία το δικό του κοριτσάκι και αυτό να ξελιγώνεται και κάποιος Άγγλος να παρατηρεί και να έχει αυτή τη σουρεαλιστική αίσθηση.
Αγαθή Κάτσια
Κοιτάς τον ουρανό να δεις μήπως έχει ο Θεός να πει κάτι για όλη αυτή την κοινωνική αδικία
Έχει μια αίσθηση σουρεαλιστική να περπατάς στο δρόμο και να πιάνεις κλεφτά λέξεις, φράσεις, ματιές και στιγμές από τους γύρω. Μπλέκονται οι διάλογοι, περνούν σαν κινηματογραφικά καρέ τα πρόσωπα και καταλήγεις με μια κωμωδία καταστάσεων από τις λίγες. «Της Μαρίας ο γιος έφυγε έξω, δεν άντεξε σπουδαγμένος άνθρωπος» διακηρύσσει ηχηρά η κυρία με τη σακούλα του σουπερμάρκετ στη φιλενάδα που της έδινε συνταγή για φακές. Της Μαρίας ο γιος ήταν κάποτε ένας κωδικός του ΟΑΕΔ και τώρα είναι σπουδαγμένος άνθρωπος στα εξωτερικά με επάγγελμα και αξία. Ζηλεύεις λίγο το τέκνο της Μαριώς, αλλά προχωράς παραπέρα. Δυο σπουδαγμένοι ή μάλλον σπουδασταί, διαφωνούν για το θέμα της κατάληψης και της λήψης του πτυχίου. Θέλεις να τους στείλεις στις άλλες κυρίες να ακούσουν για τον περίφημο ταξιδιώτη, μπας και διαφωτιστούν επαγγελματικά. Τους πλησιάζει μια κοπέλα και αρχίζει μια «κατάσταση» με τον υπέρμαχο των καταλήψεων. Η παρέα της λίγο πιο πίσω, τσακώνεται. -«Πολιτισμός είναι τα μπουζούκια, μωρή;» -«Ναι μωρή, κουλτούρα είναι!».
Και λες γιατί; Μερικοί σίγουρα βιώνουν ψυχική κάθαρση στον Σφακιανάκη, δικαίωμά τους. Εθνικός θεσμός, όπως το ξεκατίνιασμα και το τάβλι που παίζουν δύο παππούδες στο καφενείο. Πολιτικά με γεύση νοσταλγίας. Τόσα είδαν τα μάτια τους από το ’40 μέχρι σήμερα που και ο πολιτισμός και οι καταλήψεις τους κάνουν απλά να χαμογελούν και να δίνουν μια-δυο στο κομπολόι τους. Σε προσπερνά ο δυναμικός jogger από δίπλα και ταυτόχρονα έρχεται και η τσίκνα από τη σουβλακερί απέναντι. Κοιτάς τον ουρανό να δεις μήπως έχει ο Θεός να πει κάτι για όλη αυτή την κοινωνική αδικία. Αντί για τον Θεό, όμως, _ακούς τον ταξιτζή να εκφράζει απόψεις για την οδήγηση του κυρίου στο δίπλα αμάξι και τον κύριο να μονολογεί με όρους που θα ζήλευε και ο Αριστοφάνης. Περνάς απέναντι, στο φανάρι η απαραίτητη μουσικός με την κιθάρα στον ώμο. Βρίσκεται με το υπόλοιπο σχήμα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Συζητάνε για Καρρά και δίσκους και «πρωτοποριακή εκτέλεση» και «ποιότητα». Αναρωτιέσαι τι έχουν να πουν για τα μπουζούκια. Τους προσπερνάς και ξαφνικά… χαμογελάς. Βλέπεις μια οικογένεια μεταναστών με το κοριτσάκι με τα ωραία κατσαρά κοτσιδάκια και τα πολύχρωμα κοκαλάκια να ξελιγώνεται στα γέλια. Μετανάστες…γιατί η λέξη αυτή σου φέρνει ένα συναίσθημα περίεργο; Και θυμάσαι πάλι ’κείνο το γιο της Μαρίας, το σπουδαγμένο, που μπορεί τώρα να βγάζει βόλτα κάπου στην Αγγλία το δικό του κοριτσάκι και αυτό να ξελιγώνεται και κάποιος Άγγλος να παρατηρεί και να έχει αυτή τη σουρεαλιστική αίσθηση.
Αγαθή Κάτσια