Κάλαντα, μνήμες ιστορίας...
Να τα πούμε;
Να τα πούμε;
«γοργά θα φύγει η καταχνιά και θα φωτίσει ο κόσμος»
Κάλαντα από την τουρκοκρατία
Ένα βιβλίο από τη
Ναταλία Σαμαρά που δυστυχώς έχει
εξαντληθεί. Εδώ μεταφέρουμε μόλις λίγα από τα κάλαντα που παρουσιάζονται μέσα από τις σελίδες του.
Πέρα από τα γνωστά κάλαντα και τις παραλλαγές τους ανάλογα τις περιοχές, είναι εκπληκτικός ο τρόπος που ο λαός εκφράζεται σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Εκφράζει τους πόθους του, τις ανά- γκες του, τη λύπη του και τη χαρά του, το μοιρολόι του και την ελπίδα του!
Από το “πουλιά δίχως φωλιά” μέχρι το “και θα φωτίσει ο κόσμος”!
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 1919-1920
Των Χριστουγέννων
Έλα Λευτέρη μου χρυσέ
Που τρελλαινούμαστε για σε
Έλα στη Σμύρνη τη χρυσή
Που τη λευτέρωσες εσύ.
Απόψε εορτάζομε
Στη Σμύρνη την Ελληνική
Την πιο μεγάλη σκόλη,
Γιατί ο Χριστός γεννήθηκε
Εν Βηθλεέμ τη πόλει
Κι’ οι ουρανοί αγάλλονται
Χαίρει η φύσις όλη.
Πλήθος Σμυρναίων ψάλλομεν
Το δόξα εν υψίστοις
Κι’ είναι τρανή η πίστη μας
Ότι ελεύτεροι θα είμαστε
Κι΄ότι θα ζήσωμε καλά και εις έτη πολλά.
Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, στη Σμύρνη, συνηθίζανε να λένε τα κάλαντα την παραμονή το βράδυ αργά, όχι μικρά παιδιά, όπως σε όλη την Ελλάδα, αλλά νέοι και άντρες. Βγαίνανε με εκκλησιές και καραβάκια καμωμένα από ξύλο και χαρτόνια, φωταγωγημένα με κεράκια και ασετυλίνες, τα κρατούσανε δυο-δυο και άλλοι συνοδεύανε, γυρίζοντας από σπίτι, σε σπίτι και τα λέγανε. Το 1919-20 όμως τις πρώτες ελεύτερες γιορτές, τα καραβάκια αυτά ήταν ντυμένα με άσπρα και μπλε χαρτιά, στολισμένα με ελληνικές σημαιούλες και γραμμένο επάνω όνομα ελλήνικών δοξασμένων καραβιών, όπως «Αβέρωφ». Έψελναν δε τα κάλαντα παραλλαγμένα, ανάλογα με την περίσταση.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
Αρχιμινιά κι΄ Αρχιχρονιά, κ΄εμείς πουλιά δίχως φωλιά,
κι΄αρχή το Νέον Έτος, ευτυχές να είν’ εφέτος.
Φίλοι, κι΄αν έχετε παιδιά και ζούνε εις την ξενητιά
Εύχομαι να τα δείτε, ως καθώς επιθυμείτε.
Ζήτω του Βασιλέα μας, Σοφίας της ωραίας μας,
Ζήτω του Διαδόχου, του μεγάλου μας ανθρώπου,
που μεγαλώνει με χαρά, να μπει μεσ’ την Αγιά-Σοφιά
κι’ εκεί να μεταλάβει, με τσοι Τούρκοι να τα βάλει.
Και τι θαρρείτε, βρε Τουρκιά; Οι Έλληνες έχουν καρδιά.
Ειναι και παλληκάρια, τίγριδες και λεοντάρια.
Πού θα σε στείλομε αγά; Μέσα στην Κόκκινη Μηλιά.
Κουμπιά δε θα φοράτε, λεμπλεμπίδια θα πουλάτε.
Χρόνια πολλά, να ζήσετε, μαζί με τα παιδιά σας
και να δείτε ευτυχείς, κι’ όπως ποθεί η καρδιά σας.
Τα τραγουδούσαν την Πρωτοχρονιά στη Σύρο, άντρες και γυναίκες πρόσφυγες από τη Σμύρνη.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Του Σκλάβου το καράβι
Τρεις καλογέροι απ΄του Μελά και τρεις του Βαζελώνα,
Καράβι βάζουν στα σκαριά με το «Χριστός γεννάται».
Κι «αρχιμινιά κι αρχή χρονιά» στη θάλασσα το ρίχνουν.
Βάζουν κι ένα ρωμιόπουλο, λεβέντη καπετάνιο.
Το Ρίζε βάλλει τ΄άρμενα, τα Σούρμενα τα ξάρτια,
ο Όφις και η Τρίπολη, μουτζόπουλα και ναύτες.
Η πλούσια η Αργυρούπολη, ασήμι και χρυσάφι,
και την ευχή του γένους μας την δίνει η Τραπεζούντα.
Η Ζύγανα συννέφιασε και ο Ταύρος εχιονίστη,
της Κρώμνης τα ψηλά βουνά τρανή αντάρα έχουν.
Μα η δόλια η Μαύρη Θάλασσα γαλήνεψε ως πέρα,
για να περάσει ατράνταχτο του Σκλάβου το καράβι...
-Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τι είναι ορισμός σας
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.
Η έκφραση «του Σκλάβου το καράβι» συμβολίζει το σκλαβωμένο ποντιακό ελληνισμό. Η πορεία των καλαντιστών, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αποτελεί ένα ψυχικό ξέσπασμα. Τονώνεται το εθνικό φρόνημα και ο νους αναπολεί, στοχάζεται και οραματίζεται.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
«Μοιρολόγι» της Ίμβρου της μονής
του Αρκαδίου (1866)
Άγιος Βασίλης έρχεται χλωμός και λυπημένος,
και στο ραβδί ακούμπησε σαν κ’ ήταν κουρασμένος.
Βαστούσε πέννα και χαρτί και το χαρτί του λέγει
και το διαβάζει γι Άγιος και πικραμμένα κλαίγει.
-«Φέτο να μη γιορτάσετε σαν πρώτα τη γιορτή μου,
καλά να με γλυκάνετε, να ‘χετε την ευχή μου.
Κόλλυβα να μοιράσετε, να φάν’, να συγχωρέσουν,
να κλάψουν οι χριστιανοί όσο κι αν ημπορέσουν.
Από την Κρήτη πέρασα, απ’ τα πιστά παιδιά μου,
και πολεμούν νε με σηκώσ’ και κόφτηκ’ η καρδιά μου.
Εκεί ’ναι το περήφανο, το άγιον Αρκάδι
εις σε σωρό κατάμαυρον, καθώς τον μαύρον Άδη
εκεί πεινούν οι ζωντανοί και κλαιν’ οι πεθαμένοι,
είναι στον κόσμο άθαφτοι, στον κάμπο ξαπλωμένοι.
Έχει και νιές, έχει και νιούς, παιδιά σαν αγγελούδια,
που τα θερίζει το σπαθί του Τούρκοι σαν πουλούδια».
Η καταστροφή του Αρκαδίου έγινε, ως γνωστόν, την 8η Νοεμβρίου του 1866. Το θλιβερό άκουσμα διαδόθηκε παντού, έφτασε και ως την Ίμβρο.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Πρωτοχρονιάτικα
Άγιος Βασίλης έρχεται τώρα ανδρειωμένος,
κρατεί τουφέκι και σπαθί και είν’ αρματωμένος.
Και μια σημαία γαλανή με σφαίρες τρυπημένη
Επάνω στο τουφέκι του την έχει απλωμένη.
Σημαία που δοξάσανε τόσοι ανδρειωμένοι
και τη φιλούν με δάκρυα οσ’ ήσαν σκλαβωμένοι.
Καλώς μας ήλθες Άγιε και στα δικά μας μέρη
με το τυραννοκτόνο σου τουφέκι και μαχαίρι
και με την κυανόλευκη ελληνική σημαία
που κάναν αρχιστράτηγο το γιο του Βασιλέα.
Πες μας, Άγιε Βασίλη μας,’ πο πούθε κατεβαίνεις
κι αρματωμένος έρχεσαι, πού άρα να πηγαίνεις;
Τι είδες εις το διάβα σου και στην περπατησιά σου;
Γιατί ’ναι κατακόκκινη και τρύπια η φορεσιά σου;
Είδα νησιά ελεύθερα να γίνουν πέρα πέρα
και την ωραία Χίο μας για πάντα ελευθέρα.
Είδα το στόλο να νικά και εις τα Δαρδανέλια,
το στόλο δε τον τούρκικο να τόνε κάνει αρβέλια,
τον Αβέρωφ, στη θάλασσα τα κύματα να σχίζει
και τα παπόρια της Τουρκίας να τα καταβυθίζει.
Ζήτω λοιπόν ο στόλος μας, ζήτω το ναυτικό μας,
ζήτω κι ο αρχιστράτηγος ο προϊστάμενός μας.
Μέσα από τους πρόχειρους και συχνά αφελείς στίχους των προσθηκών προβάλλουν αγνές οι πατριωτικές συγκινήσεις και η ποιητική διάθεση των απλών λαϊκών στιχοπλόκων.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
Χριστούγενν’, αδερφάκια μου, Φωτών παραμονή
στο σπίτι μας δε βρίσκεται ούτε μπουκιά ψωμί.
Από μέρες και από νύχτες λεν πως θα μας δώσουνε
από δυό κιλά πατάτες, ίσως και μας σώσουνε.
Ο θεός να τους φωτίσει όλους τους εμπόρους μας
να μας δώσουν και να σώσουν όλους τους ανθρώπους μας.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
χαρούπια ήρθανε πολλά
στα γουδιά τα κοπανούμε,
και την πείνα μας ξεχνούμε.
Άλλοι τα κάνουνε χαλβά,
ακόμα και πιτάκια,
να τα τρων τα κοριτσάκια,
κι άλλοι τα κάνουν μπακλαβά
και πέφτουσι από ταμνά
κι όσοι τα ξεκοκαλίζουν έτσι
κωλικός θα τους παστρέψει.
Μα σα θα φύγουν οι Ιταλοί
θα βρει κ΄η Κάλυμνος ψωμί.
Περιμένετ΄ως το Πάσχα, πεινασμένα μου παιδιά,
Που θα φύγουν οι φασίστες και θα ’ρθουν πολλά ψωμιά.
Τοτ’ εφτάζυμα κι αυγούλες και Λαζάρους τόσους δα,
σαν το μπόι μας μεγάλους θε να τρώμε μια βδομά.
Τώρα δώστε μου κ’ εμένα, ό,τι σας ευρίσκεται,
είτε γρόσι, είτε δεκάρα, να μ΄ευχαριστήσετε.
Τον καιρό που η πείνα θέριζε την Ελλάδα, και ιδιαίτερα τα πολυβασανισμένα Δωδεκάνησα, οι περισσότεροι νησιώτες έφευγαν με τις οικογένειές τους και πήγαιναν στη Γάζα της Παλαιστίνης, στο στρατόπεδο των προσφύγων.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ
Της Πρωτοχρονιάς
(Τα έλεγαν οι στρατιώτες του 1918)
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά του Τούρκου είναι η στερνή βραδιά
κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τα άγιος θρόνος.
Μη φανταζούσαστε Τουρκιά, πως είναι οι Έλληνες παιδιά
είναι και παλληκάρια, τίγρηδες και λιοντάρια.
Φέρτε πανέρια κάστανα, πανέρια πορτοκάλια
Και μια μισή οκά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Ακόμα δεν το έβρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
Να μας εβάλεις το κρασί, να μας ευχαριστήσεις;
Λύσετε το μπουκάκι σας, το κανελί βαμμένο,
και πλέρωσε τον κόπο μας, τον πολυτσικνισμένο.
Το 1918 η Ελλάδα έχει στραμμένα τα βλέμματα της προς τη Μ. Ασία και είναι έτοιμη για την απολύτρωση των ελληνικών πληθυσμών της με την κατάληψη της Σμύρνης.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Πρωτοχρονιάς του 1941
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Παλεύουν στην Αρβανιθιά
Τ’ αθάνατα παιδιά μας, τ’ ατρόμητα θεριά μας
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
Και τράβα στην Αλβανία
Βάστα εικόνα και χαρτί
Το Μουσολίνι από τ’ αυτί
το Τζιάνο τον αλήτη
τον τραβά από τη μύτη
Ποιος σου ’λεγε Μπενίτο μου
να σκούζεις Ντουτσαμίκο μου
να κάμεις την τρελάρα
να πιαστείς με την Ελλάδα;
Στα χάλια σας τα τωρινά
σας βγαίνει τώρα αληθινά
περιτομή αγρία
όπως στην Αβησσυνία.
-Κάτσε Βασίλη μας να πιεις
καινούρια κάλαντα να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας πεις πού θα τραβήξεις.
Δεν έχω τώρα εγώ καιρό
να πίνω και να τραγουδώ.
Θα μπω στ’ αεροπλάνο
Και στην Κέρκυρα θα πάω
Κι από κει πέρα δα τραβώ
στην Ιταλία θα διαβώ
και τρέχω και πηγαίνω
και στη Ρώμη σας προσμένω.
Κι εκεί θα το κουρντίσουμε
να φάμε να γλεντήσουμε
με τσ’ Ιταλούς να πιούμε
τέτοια κάλαντα να πούμε.
Κάλαντα από την τουρκοκρατία
Ένα βιβλίο από τη
Ναταλία Σαμαρά που δυστυχώς έχει
εξαντληθεί. Εδώ μεταφέρουμε μόλις λίγα από τα κάλαντα που παρουσιάζονται μέσα από τις σελίδες του.
Πέρα από τα γνωστά κάλαντα και τις παραλλαγές τους ανάλογα τις περιοχές, είναι εκπληκτικός ο τρόπος που ο λαός εκφράζεται σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Εκφράζει τους πόθους του, τις ανά- γκες του, τη λύπη του και τη χαρά του, το μοιρολόι του και την ελπίδα του!
Από το “πουλιά δίχως φωλιά” μέχρι το “και θα φωτίσει ο κόσμος”!
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ 1919-1920
Των Χριστουγέννων
Έλα Λευτέρη μου χρυσέ
Που τρελλαινούμαστε για σε
Έλα στη Σμύρνη τη χρυσή
Που τη λευτέρωσες εσύ.
Απόψε εορτάζομε
Στη Σμύρνη την Ελληνική
Την πιο μεγάλη σκόλη,
Γιατί ο Χριστός γεννήθηκε
Εν Βηθλεέμ τη πόλει
Κι’ οι ουρανοί αγάλλονται
Χαίρει η φύσις όλη.
Πλήθος Σμυρναίων ψάλλομεν
Το δόξα εν υψίστοις
Κι’ είναι τρανή η πίστη μας
Ότι ελεύτεροι θα είμαστε
Κι΄ότι θα ζήσωμε καλά και εις έτη πολλά.
Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, στη Σμύρνη, συνηθίζανε να λένε τα κάλαντα την παραμονή το βράδυ αργά, όχι μικρά παιδιά, όπως σε όλη την Ελλάδα, αλλά νέοι και άντρες. Βγαίνανε με εκκλησιές και καραβάκια καμωμένα από ξύλο και χαρτόνια, φωταγωγημένα με κεράκια και ασετυλίνες, τα κρατούσανε δυο-δυο και άλλοι συνοδεύανε, γυρίζοντας από σπίτι, σε σπίτι και τα λέγανε. Το 1919-20 όμως τις πρώτες ελεύτερες γιορτές, τα καραβάκια αυτά ήταν ντυμένα με άσπρα και μπλε χαρτιά, στολισμένα με ελληνικές σημαιούλες και γραμμένο επάνω όνομα ελλήνικών δοξασμένων καραβιών, όπως «Αβέρωφ». Έψελναν δε τα κάλαντα παραλλαγμένα, ανάλογα με την περίσταση.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
Αρχιμινιά κι΄ Αρχιχρονιά, κ΄εμείς πουλιά δίχως φωλιά,
κι΄αρχή το Νέον Έτος, ευτυχές να είν’ εφέτος.
Φίλοι, κι΄αν έχετε παιδιά και ζούνε εις την ξενητιά
Εύχομαι να τα δείτε, ως καθώς επιθυμείτε.
Ζήτω του Βασιλέα μας, Σοφίας της ωραίας μας,
Ζήτω του Διαδόχου, του μεγάλου μας ανθρώπου,
που μεγαλώνει με χαρά, να μπει μεσ’ την Αγιά-Σοφιά
κι’ εκεί να μεταλάβει, με τσοι Τούρκοι να τα βάλει.
Και τι θαρρείτε, βρε Τουρκιά; Οι Έλληνες έχουν καρδιά.
Ειναι και παλληκάρια, τίγριδες και λεοντάρια.
Πού θα σε στείλομε αγά; Μέσα στην Κόκκινη Μηλιά.
Κουμπιά δε θα φοράτε, λεμπλεμπίδια θα πουλάτε.
Χρόνια πολλά, να ζήσετε, μαζί με τα παιδιά σας
και να δείτε ευτυχείς, κι’ όπως ποθεί η καρδιά σας.
Τα τραγουδούσαν την Πρωτοχρονιά στη Σύρο, άντρες και γυναίκες πρόσφυγες από τη Σμύρνη.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Του Σκλάβου το καράβι
Τρεις καλογέροι απ΄του Μελά και τρεις του Βαζελώνα,
Καράβι βάζουν στα σκαριά με το «Χριστός γεννάται».
Κι «αρχιμινιά κι αρχή χρονιά» στη θάλασσα το ρίχνουν.
Βάζουν κι ένα ρωμιόπουλο, λεβέντη καπετάνιο.
Το Ρίζε βάλλει τ΄άρμενα, τα Σούρμενα τα ξάρτια,
ο Όφις και η Τρίπολη, μουτζόπουλα και ναύτες.
Η πλούσια η Αργυρούπολη, ασήμι και χρυσάφι,
και την ευχή του γένους μας την δίνει η Τραπεζούντα.
Η Ζύγανα συννέφιασε και ο Ταύρος εχιονίστη,
της Κρώμνης τα ψηλά βουνά τρανή αντάρα έχουν.
Μα η δόλια η Μαύρη Θάλασσα γαλήνεψε ως πέρα,
για να περάσει ατράνταχτο του Σκλάβου το καράβι...
-Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τι είναι ορισμός σας
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.
Η έκφραση «του Σκλάβου το καράβι» συμβολίζει το σκλαβωμένο ποντιακό ελληνισμό. Η πορεία των καλαντιστών, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αποτελεί ένα ψυχικό ξέσπασμα. Τονώνεται το εθνικό φρόνημα και ο νους αναπολεί, στοχάζεται και οραματίζεται.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
«Μοιρολόγι» της Ίμβρου της μονής
του Αρκαδίου (1866)
Άγιος Βασίλης έρχεται χλωμός και λυπημένος,
και στο ραβδί ακούμπησε σαν κ’ ήταν κουρασμένος.
Βαστούσε πέννα και χαρτί και το χαρτί του λέγει
και το διαβάζει γι Άγιος και πικραμμένα κλαίγει.
-«Φέτο να μη γιορτάσετε σαν πρώτα τη γιορτή μου,
καλά να με γλυκάνετε, να ‘χετε την ευχή μου.
Κόλλυβα να μοιράσετε, να φάν’, να συγχωρέσουν,
να κλάψουν οι χριστιανοί όσο κι αν ημπορέσουν.
Από την Κρήτη πέρασα, απ’ τα πιστά παιδιά μου,
και πολεμούν νε με σηκώσ’ και κόφτηκ’ η καρδιά μου.
Εκεί ’ναι το περήφανο, το άγιον Αρκάδι
εις σε σωρό κατάμαυρον, καθώς τον μαύρον Άδη
εκεί πεινούν οι ζωντανοί και κλαιν’ οι πεθαμένοι,
είναι στον κόσμο άθαφτοι, στον κάμπο ξαπλωμένοι.
Έχει και νιές, έχει και νιούς, παιδιά σαν αγγελούδια,
που τα θερίζει το σπαθί του Τούρκοι σαν πουλούδια».
Η καταστροφή του Αρκαδίου έγινε, ως γνωστόν, την 8η Νοεμβρίου του 1866. Το θλιβερό άκουσμα διαδόθηκε παντού, έφτασε και ως την Ίμβρο.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ
Πρωτοχρονιάτικα
Άγιος Βασίλης έρχεται τώρα ανδρειωμένος,
κρατεί τουφέκι και σπαθί και είν’ αρματωμένος.
Και μια σημαία γαλανή με σφαίρες τρυπημένη
Επάνω στο τουφέκι του την έχει απλωμένη.
Σημαία που δοξάσανε τόσοι ανδρειωμένοι
και τη φιλούν με δάκρυα οσ’ ήσαν σκλαβωμένοι.
Καλώς μας ήλθες Άγιε και στα δικά μας μέρη
με το τυραννοκτόνο σου τουφέκι και μαχαίρι
και με την κυανόλευκη ελληνική σημαία
που κάναν αρχιστράτηγο το γιο του Βασιλέα.
Πες μας, Άγιε Βασίλη μας,’ πο πούθε κατεβαίνεις
κι αρματωμένος έρχεσαι, πού άρα να πηγαίνεις;
Τι είδες εις το διάβα σου και στην περπατησιά σου;
Γιατί ’ναι κατακόκκινη και τρύπια η φορεσιά σου;
Είδα νησιά ελεύθερα να γίνουν πέρα πέρα
και την ωραία Χίο μας για πάντα ελευθέρα.
Είδα το στόλο να νικά και εις τα Δαρδανέλια,
το στόλο δε τον τούρκικο να τόνε κάνει αρβέλια,
τον Αβέρωφ, στη θάλασσα τα κύματα να σχίζει
και τα παπόρια της Τουρκίας να τα καταβυθίζει.
Ζήτω λοιπόν ο στόλος μας, ζήτω το ναυτικό μας,
ζήτω κι ο αρχιστράτηγος ο προϊστάμενός μας.
Μέσα από τους πρόχειρους και συχνά αφελείς στίχους των προσθηκών προβάλλουν αγνές οι πατριωτικές συγκινήσεις και η ποιητική διάθεση των απλών λαϊκών στιχοπλόκων.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
Χριστούγενν’, αδερφάκια μου, Φωτών παραμονή
στο σπίτι μας δε βρίσκεται ούτε μπουκιά ψωμί.
Από μέρες και από νύχτες λεν πως θα μας δώσουνε
από δυό κιλά πατάτες, ίσως και μας σώσουνε.
Ο θεός να τους φωτίσει όλους τους εμπόρους μας
να μας δώσουν και να σώσουν όλους τους ανθρώπους μας.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
χαρούπια ήρθανε πολλά
στα γουδιά τα κοπανούμε,
και την πείνα μας ξεχνούμε.
Άλλοι τα κάνουνε χαλβά,
ακόμα και πιτάκια,
να τα τρων τα κοριτσάκια,
κι άλλοι τα κάνουν μπακλαβά
και πέφτουσι από ταμνά
κι όσοι τα ξεκοκαλίζουν έτσι
κωλικός θα τους παστρέψει.
Μα σα θα φύγουν οι Ιταλοί
θα βρει κ΄η Κάλυμνος ψωμί.
Περιμένετ΄ως το Πάσχα, πεινασμένα μου παιδιά,
Που θα φύγουν οι φασίστες και θα ’ρθουν πολλά ψωμιά.
Τοτ’ εφτάζυμα κι αυγούλες και Λαζάρους τόσους δα,
σαν το μπόι μας μεγάλους θε να τρώμε μια βδομά.
Τώρα δώστε μου κ’ εμένα, ό,τι σας ευρίσκεται,
είτε γρόσι, είτε δεκάρα, να μ΄ευχαριστήσετε.
Τον καιρό που η πείνα θέριζε την Ελλάδα, και ιδιαίτερα τα πολυβασανισμένα Δωδεκάνησα, οι περισσότεροι νησιώτες έφευγαν με τις οικογένειές τους και πήγαιναν στη Γάζα της Παλαιστίνης, στο στρατόπεδο των προσφύγων.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ
Της Πρωτοχρονιάς
(Τα έλεγαν οι στρατιώτες του 1918)
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά του Τούρκου είναι η στερνή βραδιά
κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τα άγιος θρόνος.
Μη φανταζούσαστε Τουρκιά, πως είναι οι Έλληνες παιδιά
είναι και παλληκάρια, τίγρηδες και λιοντάρια.
Φέρτε πανέρια κάστανα, πανέρια πορτοκάλια
Και μια μισή οκά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Ακόμα δεν το έβρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
Να μας εβάλεις το κρασί, να μας ευχαριστήσεις;
Λύσετε το μπουκάκι σας, το κανελί βαμμένο,
και πλέρωσε τον κόπο μας, τον πολυτσικνισμένο.
Το 1918 η Ελλάδα έχει στραμμένα τα βλέμματα της προς τη Μ. Ασία και είναι έτοιμη για την απολύτρωση των ελληνικών πληθυσμών της με την κατάληψη της Σμύρνης.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Πρωτοχρονιάς του 1941
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Παλεύουν στην Αρβανιθιά
Τ’ αθάνατα παιδιά μας, τ’ ατρόμητα θεριά μας
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
Και τράβα στην Αλβανία
Βάστα εικόνα και χαρτί
Το Μουσολίνι από τ’ αυτί
το Τζιάνο τον αλήτη
τον τραβά από τη μύτη
Ποιος σου ’λεγε Μπενίτο μου
να σκούζεις Ντουτσαμίκο μου
να κάμεις την τρελάρα
να πιαστείς με την Ελλάδα;
Στα χάλια σας τα τωρινά
σας βγαίνει τώρα αληθινά
περιτομή αγρία
όπως στην Αβησσυνία.
-Κάτσε Βασίλη μας να πιεις
καινούρια κάλαντα να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας πεις πού θα τραβήξεις.
Δεν έχω τώρα εγώ καιρό
να πίνω και να τραγουδώ.
Θα μπω στ’ αεροπλάνο
Και στην Κέρκυρα θα πάω
Κι από κει πέρα δα τραβώ
στην Ιταλία θα διαβώ
και τρέχω και πηγαίνω
και στη Ρώμη σας προσμένω.
Κι εκεί θα το κουρντίσουμε
να φάμε να γλεντήσουμε
με τσ’ Ιταλούς να πιούμε
τέτοια κάλαντα να πούμε.